ζωοθρέμμων

ζωοθρέμμων
ζωοθρέμμων, -ον, θηλ. και ζωοθρέπτειρα (Μ)
1. αυτός που τρέφει ζώα
2. το θηλ. ἡ ζῳοθρέπτειρα
(ως επίθ. τής γης) αυτή που τρέφει ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + -θρεμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο-θρέμμων, πολυ-θρέμμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”